Νοητική υστέρηση:
Ιστορική
αναδρομή, Ταξινόμηση, Αιτιολογία, Αντιμετώπιση
Τα παιδιά με αναπηρίες εδώ και πολύ καιρό
προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των φιλοσόφων και των επιστημόνων. Άτομα με αδυναμίες
προσαρμογής στις απαιτήσεις της κοινωνίας αναγνωρίστηκαν και περιγράφηκαν
προφορικά και γραπτά στην αρχαία εποχή από Εβραίους, Έλληνες και Ρωμαίους.
Μέχρι τον 17ο αιώνα η νοητική υστέρηση ταυτίζονταν με την ψυχική
νόσο και αποδίδονταν σε δαιμονικές ιδεοληψίες.
Από τον 19ο αιώνα και μετά άρχισαν
οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες για την περίθαλψη και αγωγή τους. Επίσης, οι
απόψεις της κοινωνίας υπήρξαν συχνά υπερβολικά αρνητικές ή υπερβολικά θετικές,
αλλά ένα σποραδικό ενδιαφέρον για τα παιδιά με αναπηρίες υφίσταται εδώ και
αιώνες.
Τα περισσότερα από τα άτομα με νοητικές και
άλλες ανεπάρκειες αντιμετωπίζονταν όμως, τις περισσότερες φορές, με προκατάληψη
και απορρίπτονταν από το κοινωνικό σύνολο. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι τους
αγνοούσαν ή τους φοβόντουσαν, διότι οι διαφορές που είχαν σε σχέση με τους
άλλους ανθρώπους στις ικανότητες και στην εμφάνιση δεν μπορούσαν να γίνουν
κατανοητές.
Αυτή η άγνοια για τα άτομα αυτά, γενικότερα,
προκαλούσε το φόβο και οδηγούσε στην περιθωριοποίηση και στην δραματική αύξηση
του εγκλεισμού τους σε ιδρύματα μέχρι τη δεκαετία του ’60. Η ουσιαστική πρόοδος
όμως στην κατανόηση της αιτιολογίας της νοητικής καθυστέρησης και των αναγκών
των ατόμων αυτών έγινε τα τελευταία 50 χρόνια. Η πρόοδος στις επιστήμες της
γενετικής, της βιοχημείας, της ψυχιατρικής και της αναπτυξιακής ψυχολογίας αλλά
και στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας για τα άτομα με νοητική υστέρηση,
οδήγησε στην αποϊδρυματοποίηση, στην εκπαιδευτική υποστήριξη και στην κοινωνική
ένταξη των ατόμων αυτών.
Για να ορίσουμε λοιπόν τη νοητική υστέρηση
θα λέγαμε πως αυτή η έννοια δεν αποτελεί συγκεκριμένη
διαταραχή, δεν είναι σαφώς οριοθετημένη κλινική οντότητα
(διαταραχή). Χαρακτηρίζεται από σημαντικά μειωμένη νοητική λειτουργία και
ελλείμματα σε δεξιότητες και συμπεριφορές που βοηθούν το άτομο να προσαρμοστεί στο περιβάλλον. Ένας άλλος ορισμός που έχει δοθεί σύμφωνα με τον Luckasson είναι πως ένα άτομο θεωρείται ότι παρουσιάζει νοητική υστέρηση,
όταν ο δείκτης νοημοσύνης του είναι ίσος ή μικρότερος του 75, παρουσιάζει
ελλείμματα στην προσαρμοστική του συμπεριφορά, σε δύο από δέκα προτεινόμενους
τομείς και τα συμπτώματα του έχουν εμφανιστεί πριν από την ηλικία των 18 ετών.
Ταξινόμηση
Μιας και αναφερθήκαμε λοιπόν σε δείκτη
νοημοσύνης, ας μιλήσουμε για την ταξινόμηση της νοητικής υστέρησης. Ανάλογα με
τη βαρύτητα της νοητικής υστέρησης μπορούμε και την κατατάσσουμε σε τέσσερις
κατηγορίες σύμφωνα με τα εγχειρίδια DSM-IV: α) Ήπια
Νοητική Υστέρηση (Δείκτης Νοημοσύνης IQ
από 50-55 έως 70,β) Μέτρια Νοητική Υστέρηση (IQ από 35-40 έως 50-55),
γ)Σοβαρή Νοητική Υστέρηση (IQ από 20-25 έως 35-40), και δ) Βαριά Νοητική Υστέρηση (IQ
κάτω από 20 ή 25).
Σήμερα όμως οι
ερευνητές με αναπτυξιακό προσανατολισμό έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως το
σημαντικότερο κριτήριο δεν είναι πλέον ο βαθμός νοητικής υστέρησης, αλλά το
είδος της, δηλαδή η ακριβής αιτιολογία της. Κάθε παιδί εμφανίζει διαφορετική αιτιολογία
ως προς τη νοητική υστέρηση, κάτι που σημαίνει πως όλα τα παιδιά με νοητική υστέρηση
δεν έχουν τις ίδιες μαθησιακές δυνατότητες και αδυναμίες. Γι’ αυτό το λόγο,
απαιτούνται στα πλαίσια της διεπιστημονικής συνεργασίας εξατομικευμένα
προγράμματα εκπαιδευτικής παρέμβασης και υποστήριξης που θα απευθύνονται, τόσο
στο ίδιο το παιδί με νοητική υστέρηση, όσο και στο περιβάλλον του.
Αιτιολογία
Όσον
αναφορά την αιτιολογία της νοητικής υστέρησης, έχουν υπάρξει αρκετές απόψεις. Η
αξιοσημείωτη ωστόσο πρόοδος των τελευταίων χρόνων στους χώρους της Βιοϊατρικής,
της Κυτταρικής και Μοριακής Γενετικής και της Γνωστικής Νευροψυχολογίας
προσθέτει συνεχώς ερευνητικά δεδομένα και φωτίζει νέες γενετικές αιτίες που
προκαλούν νοητική υστέρηση.
Οι
καταμετρήσεις δείχνουν περίπου 750 οργανικά-λειτουργικά αίτια της νοητικής υστέρησης
και νέα (γενετικά κυρίως) αίτια ανακαλύπτονται κάθε χρόνο. Ορισμένες από τις
πιο ενδιαφέρουσες οργανικές-λειτουργικές μορφές νοητικής υστέρησης είναι οι γενετικές-χρωμοσωμικές
διαταραχές: σύνδρομο Down (που αποτελεί και το συχνότερο αίτιο νοητικής υστέρησης),
σύνδρομο του εύθραστου Χ, σύνδρομο Williams,
σύνδρομο Prader-Willi, σύνδρομο Angelman, σύνδρομο Turner, κ.α.
Ορισμένοι ερευνητές επίσης διακρίνουν τα αίτια
της νοητικής υστέρησης σε δύο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τα κοινωνικο-πολιτισμικά
αίτια, τα οποία συνδέονται με την ήπια νοητική υστέρηση και
αναφέρονται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σ’ αυτήν την ομάδα
περιλαμβάνονται άτομα που έχουν έναν τουλάχιστον συγγενή με νοητική υστέρηση,
άτομα που έχουν κληρονομήσει «φτωχό γενετικό υπόβαθρο» ,αν και οι γονείς τους
έχουν φυσιολογική νοημοσύνη, και τέλος άτομα με κοινωνικοπολιτισμική αποστέρηση
(φτώχεια, ιδρυματοποίηση, κακή διατροφή, ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης).
Η δεύτερη ομάδα, από
την άλλη, περιλαμβάνει τα οργανικά αίτια, τα οποία συνδέονται, κυρίως με
τις βαρύτερες μορφές νοητικής υστέρησης. Τα
οργανικά αίτια επηρεάζουν λιγότερο από το 50% των ατόμων με νοητική υστέρηση.
Οι άνθρωποι αυτοί συνήθως έχουν χαμηλό δείκτη νοημοσύνης που κυμαίνεται κάτω
από το IQ 50-55. Τα άτομα με μέτρια νοημοσύνη(IQ 40-45), σοβαρή (IQ 20-39) και βαριά (IQ
κάτω του 20) νοητική υστέρηση παρουσιάζουν μια οργανική αιτία εξίσου. Τα κοινωνικο-πολιτισμικά
αίτια δεν έχουν εμφανή οργανικά αίτια. Τα άτομα δείχνουν φυσιολογικά όσον
αναφορά στην υγεία, στην εμφάνιση και στην ανάπτυξη, με μόνη διαφορά τα
χαμηλότερα επίπεδα νοημοσύνης που παρουσιάζουν.
Τα νοητικώς υστερημένα παιδιά αυτής της κατηγορίας δεν είναι ατελή, ούτε
ποιοτικώς διαφορετικά από τα τυπικά αναπτυσσόμενα. Απλώς διαφέρουν από τα άτομα
του μέσου όρου του δείκτη νοημοσύνης ως προς την ταχύτητα της γνωστικής
ανάπτυξης και καταλήγουν εξελικτικά σ’ ένα κατώτερο επίπεδο γνωστικής
επίτευξης.
Αντιμετώπιση
Η νοητική υστέρηση μπορεί να αντιμετωπιστεί με έγκαιρη και
πρώιμη παρέμβαση, στην εξέλιξη της ζωής του παιδιού, με στόχο τις ανώτερες
γνωστικές λειτουργίες (όπως αντίληψη, μνήμη, κατανόηση, μίμηση), λαμβάνοντας
φυσικά υπόψη τις ειδικές εκπαιδευτικές
ανάγκες και ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού, και επιλέγοντας κάθε φορά την παρέμβαση
που χρειάζεται να κάνουμε (η οποία διαφέρει από παιδί σε παιδί).
Σαν ειδικός παιδαγωγός λοιπόν, θεωρώ πως
μέσω κατάλληλων παρεμβάσεων μπορούμε να βοηθήσουμε τα άτομα με νοητική υστέρηση
να επιτύχουν έναν σημαντικό βαθμό κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης, στην
ενήλικη ζωή τους, ενώ για τις περιπτώσεις των ατόμων που χρειάζονται μεγαλύτερη
υποστήριξη μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη ενός μεγαλύτερου βαθμού
αυτονομίας, στην αυτο-φροντίδα και τη γενικότερη λειτουργικότητα του
ατόμου σε βασικές δεξιότητες καθημερινής ζωής.
Ελπίζω,
διαβάζοντας αυτό το άρθρο, να εμπλουτίσετε τις γνώσεις σας πάνω στο κομμάτι της
νοητικής υστέρησης….
Επιμέλεια: Ψαριανού Μαρία
Ειδική Παιδαγωγός
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναστασία
Αλευριάδου & Στεργιανή Γκιαούρη, ‘Γενετικά Σύνδρομα Νοητικής Καθυστέρησης’,
Θεσσαλονίκη 2009, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων & Περιοδικών.