Υπάρχει άραγε απάντηση σε αυτό το ερώτημα; Για παράδειγμα, όταν ασκούμε
βία, με οποιαδήποτε μορφή της, είμαστε
πραγματικά θυμωμένοι. Όταν βλέπουμε το παιδί μας ταραγμένο, όταν
ταραζόμαστε ακόμη και εμείς με τον τρόπο που αντιδρούμε, όταν το πιάνουμε πιο
δυνατά ή το χτυπάμε, τότε ξεπερνάμε τα
όρια. Αλλά αυτό δεν είναι η απάντηση στο πόσο θυμωμένοι μπορούμε να
είμαστε, αλλά στο πώς μπορούμε να αντιδρούμε.
Κανένας γονιός δεν είναι τέλειος, όλοι, ως άνθρωποι κάνουν λάθη και είναι
κατανοητό. Ένα από τα συχνότερα λάθη, τα οποία δε γίνονται αντιληπτά, είναι πως
τιμωρούμε τα παιδιά πιο σκληρά απ’ όσο πιστεύουμε. Αναγκάζουμε τα παιδιά να μας φοβούνται. Όταν αποφασίζουμε πως το
παιδί έχει κάνει μία αταξία για την οποία θα πρέπει να τιμωρηθεί, συχνά η
τιμωρία είναι δυσανάλογη της πράξης. Αυτό συμβαίνει όχι τόσο λόγο της πράξης,
αλλά περισσότερο για το γεγονός πως εμείς δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε τους
εαυτούς μας. Η χρήση βίας, υπονομεύει τη σχέση με το παιδί και σιγά σιγά την
γκρεμίζει. Εάν το παιδί μας φοβάται, δε
θα έλθει σε εμάς εάν του συμβεί κάτι. Θα αναγκαστεί να απευθυνθεί σε
κάποιο λιγότερο «ασφαλές» πρόσωπο ή ακόμη και να κλειστεί στον εαυτό του
παριστάνοντας το ίδιο τον γονιό του εαυτού του.
Δε σημαίνει πως δε θα κάνουμε λάθη, αυτό που ξεχωρίζει
έναν γονιό που δημιουργεί ασφάλεια, από αυτόν που δημιουργεί επαναλαμβανόμενα
τραύματα στο παιδί του, δεν είναι πως δεν θα κάνει λάθη. Η διαφορά βρίσκεται
στο τι θα ακολουθήσει. Ο ένας θα σκεφτεί πως αξίζει στο παιδί και πως έτσι μόνο
θα μάθει. Ο άλλος θα σκεφτεί πως ήταν λανθασμένη αντίδραση και πως θα
προσπαθήσει να μην ξανασυμβεί, ενώ θα παραδεχτεί και στο παιδί του το λάθος και
θα ζητήσει συγνώμη.
Εάν επιθυμείτε, τα παιδιά να σας έχουν εμπιστοσύνη και να έρχονται σε εσάς
όταν τους συμβαίνει κάτι, πρέπει πάντα να διατηρείτε τον δεσμό μεταξύ σας,
ακόμη και στα λάθη τους. Όταν το παιδί
κάνει την σκέψη πως θα σας απογοητεύσει εάν του συμβεί κάτι δυσάρεστο και έχει
πάντα στο μυαλό του κανόνες για την σχέση σας, για το τι πρέπει και τι δεν
πρέπει να κάνει, δε θα σας μιλήσει για όσα δυσάρεστα γεγονότα βιώνει. Οι
δάσκαλοι, οι καθηγητές και εγώ ως θεραπεύτρια ακούμε συχνά από τα παιδιά πως
«Οι γονείς μου δεν μπορούν να με καταλάβουν». Αυτό αυτόματα μου φέρνει στο
μυαλό πως πράγματι οι γονείς ίσως έχουν γίνει επικριτικοί και δεν ενίσχυσαν τον
δεσμό και την εμπιστοσύνη όταν ήταν απαραίτητο.
Προσπαθήστε να αφουγκράζεστε τα παιδιά σας, έτσι ώστε να αντιλαμβάνεστε
πότε οι πράξεις σας το απομακρύνουν. Μόλις μάθετε να αντιλαμβάνεστε πότε το
παιδί αρχίζει να βιώνει φόβο ή ταραχή, εκεί είναι το όριο που δεν πρέπει να
ξεπερνάμε. Εμείς θα πρέπει να προσαρμοζόμαστε στις ανάγκες των παιδιών, όχι
εκείνα στις δικές μας. Μη θαρρείτε πως επειδή ένα παιδί γελά ή έχει μία
διαφορετική αντίδραση από τα συνηθισμένα πως δεν φοβάται. Τρέμει μέσα του και μαζί και τα θεμέλια του
δεσμού σας.
Η απάντηση λοιπόν στο πόσο μπορούμε να θυμώνουμε, είναι τόσο ώστε να
μένουμε ο εαυτός μας και να μην διακινδυνεύουμε την σχέση. Δε θέλουμε τα παιδιά να μας φοβούνται αλλά να
νιώθουν ασφάλεια. Τα όρια δεν τους δημιουργούν ανασφάλεια, αλλά η
αντίδρασή μας όταν ξεπερνιούνται.
Επιμέλεια:
Αδαμοπούλου
Κωνσταντίνα
Σχεσιακή
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια,
Ψυχολογία
BSc, MSc
Ειδίκευση
στις Μαθησιακές Δυσκολίες
Μέλος
Διεθνούς Ένωσης Σχεσιακής Ψυχανάλυσης & Ψυχοθεραπείας (IARPP)
6985810793