Ο χωρισμός των ζευγαριών έχει είτε θετικές είτε αρνητικές
επιδράσεις στα ίδια τα άτομα αλλά και στον κοινωνικό-οικογενειακό τους
περίγυρο, τόσο μάλιστα αν υπάρχουν και παιδιά. Οι επιδράσεις ενός διαζυγίου στα
παιδιά έχει βρεθεί στο κέντρο ενδιαφέροντος πολλών μελετητών, όχι μόνο στον
κλάδο της ψυχολογίας και των ειδικών της ψυχικής υγείας αλλά και στους κλάδους
των κοινωνικών, πολιτικών και νομικών επιστημών.
Στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να αναφερθούν τα στάδια
προσαρμογής των ίδιων των γονέων στο διαζύγιο. Σύμφωνα με τον Bohannon(1970) ο χωρισμός είναι μια διαδικασία με έξι
«στάδια», που έχουν διαφορετική ένταση και σειρά από άτομο σε άτομο. Έτσι, το
συναισθηματικό διαζύγιο είναι η φάση όπου οι σύζυγοι συνειδητοποιούν την
συναισθηματική απομάκρυνση στην σχέση τους, με ότι αυτό συνεπάγεται(απογοήτευση,
έλλειψη εμπιστοσύνης, καχυποψία). Ακολουθεί το νομικό διαζύγιο, στο οποίο ο
ένας ή/και οι δύο σύζυγοι αναζητούν βοήθεια δικηγόρου προκειμένου να προχωρήσουν
στην αγωγή διαζυγίου.
Στο οικονομικό διαζύγιο, εμπλέκονται ζητήματα
περιουσίας, αλλά και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, αν αυτά υπάρχουν,
π.χ. διατροφή της/του συζύγου και των ανήλικων παιδιών. Ένα ακόμη στάδιο, είναι
το διαζύγιο από τον κοινό γονεϊκό ρόλο, όπου συνδέεται με έντονο ψυχικό πόνο
και έχει την μεγαλύτερη διάρκεια καθώς σε αυτό διευθετείται η επιμέλεια των
παιδιών και η επικοινωνία με τους γονείς.
Σημαντικό είναι και το διαζύγιο από την κοινότητα,
αφού συνδέεται με τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και είναι αυτό που
μπορεί να στιγματίσει τα παιδιά. Τέλος, είναι το ψυχικό διαζύγιο, όπου οι
σύζυγοι καταφέρνουν την απεξάρτηση του ενός από τον άλλον. Διαπιστώνουμε
λοιπόν, πως τα στάδια ενός διαζυγίου είναι ποικίλα και ο τρόπος αντίδρασης-αντιμετώπισης
είναι διαφορετικός σύμφωνα με το ζευγάρι και την κατάσταση την οποία έχει να
αντιμετωπίσει. Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά αυτά, ανάλογα σε ποια ηλικία
βρίσκονται.
Δηλαδή, τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας (0-6 ετών)
εμφανίζουν τάσεις φόβου, θλίψης, άγχους, θυμού, επιθετικότητας, παλινδρομήσεις,
διαταραχές ύπνου και φαγητού. Ακόμη, ενοχές και τύψεις πως είναι υπεύθυνοι οι
ίδιοι για ότι οδήγησε τους γονείς τους σε χωρισμό με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε
και σε γνωστική αδυναμία (Hetherington,Cox,&Cox,1979α,1979β.Wallerstein&Kelly,1975). Στην
σχολική ηλικία (6-12 ετών), η έντονη θλίψη, η απομάκρυνση και η οργή κάνουν
επίσης την εμφάνιση τους. Τα παιδιά ντρέπονται γι’ αυτό που συμβαίνει στην
οικογένεια τους και ρίπτουν ευθύνες. Το στοιχείο του θυμού εμφανίζεται και εδώ
πολλές φορές όμως μετατιθέμενο σε άτομα του σχολικού περιβάλλοντος και
ταράζοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών(Allison&Furstenberg,1989).
Η εφηβική ηλικία (12-17 ετών) σύμφωνα με έρευνες παρουσιάζει έντονο
ενδιαφέρον. Παρόλη την γνωστική ικανότητα των παιδιών να κατανοήσουν τους
λόγους που οδήγησαν τους γονείς τους
στον χωρισμό, συνεχίζουν να βιώνουν το συμβάν εξίσου οδυνηρά και με δυσκολία.
Αυτό συνδέεται και με το στάδιο της ζωής τους αφού τα παιδιά σε αυτή την ηλικία
δέχονται πίεση από την οικογένεια, τους φίλους, το σχολείο και προσπαθούν να τα
ισορροπήσουν και να ανταπεξέλθουν(Buchanan,Maccoby,&Dornbusch,1991.Frost&Pakiz,1990.Wallerstein&Kelly,1980.Weiss,1979).
Σπουδαίος είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού, ως αρωγός
και υποστηριχτής του μαθητή. Ο εκπαιδευτικός έρχεται αντιμέτωπος με δύο
επιλογές, να σωπάσει ή να συζητήσει το θέμα του διαζυγίου με το παιδί- μαθητή
του. Η σιωπή είναι απολύτως κατανοητή γιατί ίσως επιθυμεί να κρατήσει θέση
ουδέτερη και να αφήσει το παιδί να το ξεπεράσει και να ανοιχτεί μόνο του , αλλά
είναι επίσης και παρεξηγήσιμη, διότι το παιδί μπορεί να το εισπράξει ως
αδιαφορία στις δύσκολές στιγμές που αυτό βιώνει. Από την άλλη πλευρά, η
συζήτηση γύρω από το θέμα του χωρισμού των γονέων μπορεί να φέρει τον μαθητή σε
δύσκολή θέση, ωστόσο όμως με την σωστή διαχείριση του εκπαιδευτικού μπορεί να
νιώσει πως υπάρχει ένα άτομο που τον στηρίζει και τον καταλαβαίνει, έχει κάπου
να μιλήσει και να τον βοηθήσει. Σε καμία περίπτωση ο ρόλος του εκπαιδευτικού
δεν πρέπει να αντικαθιστά τον γονέα που είναι απών.
Ο εκπαιδευτικός μπορεί να δράσει συμβουλευτικά και
υποστηριχτικά απέναντι στο παιδί και την οικογένεια του. Να κάνει σαφές πως
μπορεί ανά πάσα στιγμή να μιλήσει μαζί του, όχι μόνο το παιδί αλλά και οι γονείς.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα που θα έκανε και το παιδί να νιώσει καλύτερα είναι,
την μέρα που δεν έχει διαβάσει ο μαθητής γιατί μπορεί να ήταν στο σπίτι του
ενός γονιού και είχε ξεχάσει τα βιβλία στο άλλο σπίτι, ο εκπαιδευτικός να μην
βάλει απροειδοποίητο διαγώνισμα ή να μην το μαλώσει, αλλά να κάτσει μαζί του
και να συζητήσουν ή να μελετήσουν. Αυτομάτως το παιδί αντιλαμβάνεται και
εκτιμάει την ενέργεια του εκπαιδευτικού του.
Συνειδητοποιούμε, πως η διαδικασία ενός διαζυγίου
δεν είναι κάτι απλό και εύκολο, αλλά κάτι επίπονο και οδυνηρό τόσο για το ίδιο
το ζευγάρι όσο και για τα παιδιά που στιγματίζονται πολλές φορές. Ο ρόλος του
εκπαιδευτικού ωστόσο, σε συνεργασία με τους γονείς είναι καταλυτικός, στην
στήριξη των παιδιών που βιώνουν αυτού του είδους την «απώλεια». Γι’ αυτό καλό
θα ήταν να υπάρχουν προγράμματα επιμόρφωσης γονέων και εκπαιδευτικών για την
προετοιμασία τους στην αποφυγή και αντιμετώπιση τέτοιου είδους καταστάσεων. Ας
μην ξεχνάμε πως καλύτερο για τα παιδιά μας είναι ένα «υγιές διαζύγιο» παρά ένας
«άρρωστος γάμος»…
Επιμέλεια: Λάλου Σπυριδούλα-Μαρία
Εκπαιδευτικός
ΠΗΓΕΣ
Χρυσή Γ.Χατζηχρήστου «Σχολείο και οικογένεια»
Bohannon(1970)
Hetherington,
Cox, &Cox, 1979α, 1979β.Wallerstein&Kelly, 1975
Allison&Furstenberg,
1989
Buchanan,Maccoby,&Dornbusch,1991.Frost&Pakiz,1990.Wallerstein&Kelly,1980.Weiss,1979